- προσεπίκληση
- η, Ν(πολ. δικ.) διαδικαστική πράξη με την οποία προσκαλείται τρίτος να συμμετάσχει σε δίκη που είναι εκκρεμής μεταξύ άλλων, πράξη για την οποία την πρωτοβουλία εκδηλώνει κατά κανόνα ένας από τους διαδίκους αλλά σχετική εξουσία αναγνωρίζεται και στο ίδιο το δικαστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσεπικαλῶ. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπίκλησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.